διαχάσκω

From LSJ
Revision as of 12:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχάσκω Medium diacritics: διαχάσκω Low diacritics: διαχάσκω Capitals: ΔΙΑΧΑΣΚΩ
Transliteration A: diacháskō Transliteration B: diachaskō Transliteration C: diachasko Beta Code: diaxa/skw

English (LSJ)

aor. 2 -έχᾰνον: pf. -κέχηνα:—gape, yawn, Ar.Eq.533, Thphr.HP3.9.1, Plu.2.976b, 980b; ἀμφί, πρός τι, Agath.2.32, 5.3.

Spanish (DGE)

1 abrirse τῶν θ' ἁρμονιῶν διαχασκουσῶν las junturas abriéndose fig. del poeta Cratino en decadencia, Ar.Eq.533, ὁ ... τῆς παραλίας (πεύκης) στρογγύλος ... διαχάσκων ταχέως Thphr.HP 3.9.1, σῦκον διαχάσκον πρὸ τοῦ πεπανθέναι un higo que se abre antes de madurar Sch.A.A.492b, cf. Thphr.CP 2.9.12, Plu.2.980b.
2 abrir la boca οἱ δὲ κροκόδειλοι ... διαχανόντες παρέχουσι τοὺς ὀδόντας ἐκκαθαίρειν Plu.2.976b, cf. Sch.A.R.2.498-527q, como expresión de admiración ἀμφὶ ... τὰ ξένα καὶ παραλογώτερα τῶν ἀκουσμάτων διακεχηνότες Agath.2.32.4, cf. 5.3.11.

German (Pape)

[Seite 613] = διαχαίνω; Ar. Equ. 533; von Früchten, aufspringen, Theophr.

French (Bailly abrégé)

s'entrouvrir.
Étymologie: διά, χάσκω.

Russian (Dvoretsky)

διαχάσκω: досл. расседаться, распадаться, перен. диссонировать (ἁρμονίαι διαχάσκουσαι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

διαχάσκω: παλαιότερος τύπος τοῦ διαχαίνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 533, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 3. 9, 1.

Greek Monolingual

διαχάσκω (AM)
1. διαχαίνω
2. (για σύκα) σκάζω.

Greek Monotonic

διαχάσκω: αόρ. βʹ -έχᾰνον, χαζεύω με ανοιχτό το στόμα, χάσκω, χασμουριέμαι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

aor2, -έχᾰνον
to gape wide, yawn, Ar.