Δεκέλεια

From LSJ
Revision as of 12:23, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Δεκέλεια Medium diacritics: Δεκέλεια Low diacritics: Δεκέλεια Capitals: ΔΕΚΕΛΕΙΑ
Transliteration A: Dekéleia Transliteration B: Dekeleia Transliteration C: Dekeleia Beta Code: *deke/leia

English (LSJ)

Ion. -έη, ἡ, a place in Attica, Hdt., etc.:—Δεκελεύς, έως, ὁ, a Decelean, Hdt.9.73; but Δεκελειεύς Inscrr. Att., as IG2.660, al.; Δεκελ-εεύς ib.2.1247, al.: Adj. Δεκελεικός, ή, όν, Decelean, ὁ Δ. πόλεμος, name given to the latter part of the Pelop. war, Isoc.8.37, etc. Advbs. Δεκελεῆθεν from D., Hdt. l. c.; Δεκελ-ειόθεν Lys.23.2: Δεκελείᾱσιν at D., Isoc.8.84: Δεκελείαζε to D., St.Byz.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): Δεκελέη Hdt.9.15, 73
Decelia demo ático de la tribu hipotoóntide, situado en la vía de Atenas a Oropo, Hdt.ll.cc., Th.6.93, 7.19, And.Myst.101, Lys.14.30, Isoc.16.10, D.21.146, 24.128, X.HG 1.1.33, 2.3.3, Str.9.1.20, Paus.3.8.6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Décélie, dème attique de la tribu Hippothoontide.

Russian (Dvoretsky)

Δεκέλεια: ион. Δεκελέη ἡ Декелия (дем в атт. филе Ὑπποθωντίς) Her., Thuc., Xen., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

Δεκέλεια: Ἰων. –έη, ἡ, δῆμος τῆς Ἀττικῆς τῆς φυλῆς Ἱπποθωντίδος, Ἡρόδ., κλ.· - Δεκελεύς, έως, ὁ, κάτοικος τῆς Δεκελείας, Ἡρόδ. 9. 73· ἐν Ἀττ. Ἐπιγρ. καὶ Δεκελειεὺς καὶ Δεκελεεύς, Meisterh. 42. καὶ 44· ἐπίθ. Δεκελεικός, ή, όν, ὁ ἐκ Δεκελείας, ὁ Δ. πόλεμος, ὄνομα διδόμενον εἰς τὸ τελευταῖον μέρος τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου, Ἰσοκρ. 166D, κτλ.- Ἐπίρρ. Δεκελεῆθεν, ἐκ Δ., Ἡρόδ. ἔνθ. ἀνωτ.· - ειόθεν, Λυσ. 166. 35· - Δεκελείᾱσιν, ἐν Δ., Ἰσοκρ. 175Ε· -είαζε, εἰς Δ., Στέφ. Β.

Greek Monotonic

Δεκέλεια: Ιων. -έη, ἡ, τοποθεσία της Αττικής γης, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· Δεκελεύς, -έως, ὁ, κάτοικος της Δεκελείας, στον ίδ.· επίρρ. Δεκελεῆθεν, από τη Δεκέλεια, στον ίδ.

Middle Liddell


Deceleia, a place in Attica, Hdt., Thuc.