κέαται
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
Epic 3 pl. pres. of κεῖμαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. prés. ind. ion. de κεῖμαι.
Russian (Dvoretsky)
κέαται: эп.-ион. (= κεῖνται) 3 л. pl. praes. к κεῖμαι.
Greek (Liddell-Scott)
κέᾰται: κέᾰτο, Ἐπικ. γ´ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. τοῦ κεῖμαι.
English (Autenrieth)
see κεῖμαι.
Greek Monotonic
κέᾰται: κέᾰτο, Επικ. αντί κεῖνται· ἔκειντο, γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. του κεῖμαι.