θυρσοφόρος

From LSJ
Revision as of 13:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσοφόρος Medium diacritics: θυρσοφόρος Low diacritics: θυρσοφόρος Capitals: ΘΥΡΣΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: thyrsophóros Transliteration B: thyrsophoros Transliteration C: thyrsoforos Beta Code: qursofo/ros

English (LSJ)

ον, thyrsus-bearing, Βάκχαι E.Cyc.64 (lyr.), cf.AP9.524.9.

German (Pape)

[Seite 1228] den Thyrsus tragend; Βάκχαι Eur. Cycl. 64; Dionysus Anth. (IX, 524, 8); Orph. H. 43, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte un thyrse.
Étymologie: θύρσος, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

θυρσοφόρος: несущий тирс, тирсоносный (Βάκχαι Eur.; Διόνυσος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θυρσοφόρος: -ον, ὁ φέρων θύρσον, Βάκχαι Εὐρ. Κύκλ. 64, Ἀνθ. Π. 9. 524.

Greek Monolingual

θυρσοφόρος, -ον (Α)
αυτός που κρατά θύρσο («Βάκχαι τε θυρσοφόροι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. σημαιοφόρος, τροπαιοφόρος.

Greek Monotonic

θυρσοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κουβαλά, μεταφέρει θύρσο, σε Ευρ., Ανθ. Π.

Middle Liddell

θυρσο-φόρος, ον φέρω
thyrsus-bearing, Eur., Anth.