διαυλοδρόμης

From LSJ
Revision as of 20:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐαυλοδρόμης Medium diacritics: διαυλοδρόμης Low diacritics: διαυλοδρόμης Capitals: ΔΙΑΥΛΟΔΡΟΜΗΣ
Transliteration A: diaulodrómēs Transliteration B: diaulodromēs Transliteration C: diavlodromis Beta Code: diaulodro/mhs

English (LSJ)

ου, ὁ, runner in the δίαυλος, Pi.P.10.9.

German (Pape)

[Seite 609] ὁ, der Wettläufer im δίαυλος, Pind. P. 10, 9.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui court le δίαυλος.
Étymologie: δίαυλος, δραμεῖν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαυλοδρόμης -ου, ὁ [δίαυλος, δραμεῖν] loper van de diaulos.

Russian (Dvoretsky)

διαυλοδρόμης: ου ὁ состязающийся в двойном пробеге (прямом и обратном) Pind.

Greek Monotonic

διαυλοδρόμης: -ου, ὁ (δραμεῖν), δρομέας στο δίαυλον, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

διαυλοδρόμης: -ου, ὁ, ὁ τρέχων ἐν τῷ διαύλῳ, Πίνδ. Π.10.14.

Middle Liddell

διαυλο-δρόμης, ου, n δραμεῖν
a runner in the δίαυλος, Pind.