Λατώ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
Dor. for Λητώ.
French (Bailly abrégé)
v. Λητώ.
Russian (Dvoretsky)
Λᾱτώ: οῦς ἡ дор. = Λητώ.
Greek (Liddell-Scott)
Λᾱτώ: Δωρ. ἀντὶ Λητώ.
English (Slater)
Λᾱτώ (Λατόος, Λατοῦς, Λατώ, Λατοῖ.) daughter of Koios, mother of Artemis and Apollo by Zeus. Λατοῦς ἱπποσόα θυγάτηρ Artemis (O. 3.26) παῖς ὁ Λατοῦς Apollo (O. 8.31)
1 χρυσαλακάτου ποτὲ Καλλίας ἁδὼν ἔρνεσι Λατοῦς (N. 6.37) λιπαροπλοκάμου παίδεσσι Λατοῦς ἱμεροέστατον ἔρνος (sc. Δᾶλε) fr. 33c. 2. Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ (Pae. 5.44) τί κάλλιον ἢ βαθύζωνόν τε Λατὼ καὶ θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν ἀεῖσαι; fr. 89a. 2. ἄγοις, ὦ κλυτά, θεράποντα, Λατοῖ fr. 94c. 3. ἐντὶ μὲν χρυσαλακάτου τεκέων Λατοῦς ἀοιδαὶ ὥριαι παιάνιδες Θρ. 3. 1.
Greek Monotonic
Λᾱτώ: Δωρ. αντί Λητώ.
Frisk Etymological English
See also: s. Λητώ.
Frisk Etymology German
Λατώ: {Latṓ}
See also: s. Λητώ.
Page 2,90