δυσεκπέρατος
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
ον, hard to pass out from, hard to escape, E.Hipp.678 (lyr.), 883 (lyr., v.l. δυσεκπέραντος).
Spanish (DGE)
(δυσεκπέρᾱτος) -ον
del que es difícil librarse πάθος E.Hipp.678, ὀλοὸν κακόν E.Hipp.883.
German (Pape)
[Seite 678] schwer zu vollenden, durchzubringen; κακόν, πάθος, Eur. Hipp. 676. 873, v.l. δυσεκπέραντος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à traverser ; fig. difficile à subir jusqu’au bout.
Étymologie: δυσ-, ἐκπεραίνω.
Russian (Dvoretsky)
δυσεκπέρᾱτος: v.l. δυσεκπέραντος 2 безвыходный, безысходный, нескончаемый (πάθος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσεκπέρᾱτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἐκφύγῃ τις, νὰ περάσῃ, Εὐρ. Ἱππ. 678, 883, μετὰ διαφ. γρ. δυσεκπέραντος.
Greek Monolingual
δυσεκπέρατος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να περάσει.
Greek Monotonic
δυσεκπέρᾱτος: -ον, αυτός που δύσκολα τελειώνει, αυτός που δύσκολα θεραπεύεται, σε Ευρ.