δωροδοκία

From LSJ
Revision as of 20:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωροδοκία Medium diacritics: δωροδοκία Low diacritics: δωροδοκία Capitals: ΔΩΡΟΔΟΚΙΑ
Transliteration A: dōrodokía Transliteration B: dōrodokia Transliteration C: dorodokia Beta Code: dwrodoki/a

English (LSJ)

ἡ, taking of bribes, freq. in Oratt., as And.4.30; δωροδοκίαν καταγνῶναί τινος Lys. 21.21; δωροδοκίας κατηγορεῖν Aeschin.2.3: pl., ibid.; also, giving of bribes, corruption, in plural, D.C.39.55, 50.7.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 aceptación de un soborno, venalidad τῆς παρανομίας καὶ τῆς δωροδοκίας μάρτυρες And.4.30, μὴ καταγνῶναι δωροδοκίαν ἐμοῦ Lys.21.21, κατηγορεῖν δωροδοκίας acusar de venalidad Aeschin.2.3, cf. 3.149, δ. καὶ πλεονεξία Plu.2.27c, τὰς χεῖρας δωροδοκίας ἀπεχόμενας Thdt.Is.10.144, frec. c. gen. de pers. ἡ τῶν προεστώτων δ. Plb.5.43.6, Σκαύρου I.BI 1.132, cf. 297, δικαστῶν ... καὶ στρατοπέδων Plu.Cor.14
jur. acusación por aceptación de soborno Din.Fr.4b.1, 2.
2 hecho de sobornar, soborno τὸ τῆς δωροδοκίας μάθημα Theopomp.Hist.90, κατὰ τὴν Ἑλλάδα τῆς δωροδοκίας ἐπιπολαζούσης Plb.18.34.7, cf. D.H.4.40, τὰς χώρας ἐνέπλησαν κακῶν ... δωροδοκίαις, ἁρπαγαῖς Ph.2.532, cf. D.C.39.55.1, 50.7.2.

German (Pape)

[Seite 695] ἡ, die Annahme eines Geschenkes, Bestechlichkeit; καταγνῶναί τινος Lys. 21, 21; Din. 2, 5; δωροδοκίας κατηγορεῖν Aesch. 1, 3; Pol. 18, 7, 7 u. Sp. – Das Geben eines Geschenkes, VLL.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
corruption par des présents, vénalité.
Étymologie: δωροδόκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωροδοκία -ας, ἡ [δωροδόκος] acceptatie van smeergeld, corruptie.

Russian (Dvoretsky)

δωροδοκία: ἡ тж. pl. получение взяток, мздоимство, подкупность Lys., Aeschin., Polyb., Plut.

Greek Monolingual

η (AM δωροδοκία)
1. αποδοχή δώρου για παράβαση καθήκοντος
2. διαφθορά με δώρα, δεκασμός.

Greek Monotonic

δωροδοκία: ἡ, αποδοχή δώρων ως εξαγορά, δεκτικότητα προς τη δωροδοκία, σε Ρήτ.

Greek (Liddell-Scott)

δωροδοκία: ἡ, τὸ δέχεσθαι δῶρα ἐπὶ διάφθορᾷ, συχν. παρὰ τοῖς ῥήτορσιν, ὡς Ἀνδοκ. 33. 11· δωροδοκίαν καταγνῶναί τινος Λυκοῦργ. 163. 34· δωροδοκίας κατηγορεῖν Αἰσχίν. 28. 12· πρβλ. δῶρον Ι. 2.

Middle Liddell

δωροδοκία, ἡ, [from δωροδοκέω
a taking of bribes, openness to bribery, Oratt.

English (Woodhouse)

bribery, acceptance of bribes, taking bribes

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)