Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εἰσποιητός

From LSJ
Revision as of 17:02, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσποιητός Medium diacritics: εἰσποιητός Low diacritics: εισποιητός Capitals: ΕΙΣΠΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: eispoiētós Transliteration B: eispoiētos Transliteration C: eispoiitos Beta Code: ei)spoihto/s

English (LSJ)

ή, όν, adopted, Lys.Fr.55, D.44.34,60.4.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
• Grafía: frec. acent. -ποίητος en ed.
I 1jur. entregado en adopción, adoptivo c. dat. ἀπογράφουσι τὼ παῖδε τούτω πρὸς τὸν ἄρχοντα ὡς εἰσποιήτω τοῖς τοῦ Εὐκτήμονος ὑέσι Is.6.36, c. εἰς y ac. εἰσποίητος δ' ἦν ὁ πατὴρ ... εἰς ἄλλον οἶκον el padre había sido dado en adopción a otra casa Is.9.2, c. gen. del padre adoptivo Ῥούφου γνήσιος υἱός, Ἡρώδου εἰ. IG 22.3979.2 (II d.C.), Καίσαρος φύσει υἱῷ καὶ Εὐσεβοῦς εἰσποιητῷ Iust.Phil.1Apol.proem., de Cristo en la terminología nestoriana, frente al Hijo auténtico υἱῶν ... δυάδα ... ὧν ὁ μέν ἐστι φύσει καὶ ἀληθῶς, θάτερός γε μὴν εἰ. τε καὶ νόθος Cyr.Al.Chr.Un.745c, cf. Thdt.Ep.Sirm.147 (p.202)
en una asociación relig., ref. los nuevos miembros εἰσποιητοὶ ἀδ[ελφοὶ σ] εβόμενοι θεὸν ὕψιστον IPE 2.452.5 (Tanais III d.C.)
subst. ὁ εἰ. hijo adoptivo Is.3.46, D.44.34, D.H.Isoc.18.2, εἰσποιητὸν εἰσάγειν presentar (a la fratría) un hijo adoptivo Lys.Fr.27
fig. por adopción ref. ciudadanos, op. ἐπιχώριος D.Chr.38.4, cf. πολίται προσαγορευόμενοι ὁμοῖοι ... τοῖς εἰσποιητοῖς τῶν παίδων D.60.4.
2 recibido en adopción, adoptado ὁ τὴν ἐν πίστει δικαίωσιν εἰσποιητὴν ἔχων διὰ Χριστοῦ el que posee la justificación por la fe recibida por gracia de Cristo Cyr.Al.M.68.976B
en la polémica nestoriana sobre la naturaleza del Hijo οὐκ ἔξωθεν οὐδὲ εἰσποίητον αὐτῷ δεδόσθαι ... τοῦ πνεύματος τὴν ἐνέργειαν Cyr.Al.Nest.4.1 (p.77.34).
3 introducido desde fuera, desde el exterior, extranjero οἱ εἰσποιητοὶ θεοί Didym.M.39.924B.
II adv. -ῶς desde el exterior, de modo adventicio (τὰ κτίσματα) εἰ. παρὰ Θεοῦ καταπλουτοῦσι τὴν χάριν Cyr.Al.M.68.692A.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
adopté, adoptif (enfant).
Étymologie: ἐσποιέω.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσποιητός: -ή, -όν, υἱοθετηθείς, Λυσ. Ἀποσπ. 33, Δημ. 1088. 4., 1390. 8.

Greek Monolingual

εἰσποιητός, -ή, -όν (Α)
υιοθετημένος, θετός
αρχ.
1. (για πράγμ.) αυτός τον οποίο αποκτά κανείς για τον εαυτό του
2. αυτός που αποκτήθηκε με υιοθεσία
3. αυτός που έχει εισαχθεί από το εξωτερικό.

Greek Monotonic

εἰσποιητός: -ή, -όν, υιοθετημένος, σε Δημ.

Middle Liddell

εἰσποιητός, ή, όν
adopted, Dem.

German (Pape)

an Kindes statt angenommen, adoptiert, Isae. 3.46 Dem. 44.24 und öfter; B.A. 247 erkl. θετός.