εἱανός
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
ή, όν, Ep. for ἑανός, Il.16.9.
Spanish (DGE)
v. ἑανός.
German (Pape)
[Seite 722] ep. = ἑανός, Il. 16, 9.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. ἑανός².
Russian (Dvoretsky)
εἱᾰνός: ὁ Hom. = ἑανός II.
Greek (Liddell-Scott)
εἱανός: -ή, -όν, Ἐπ. ἀντὶ ἑανός, Ἰλ. Π. 9.
English (Autenrieth)
(ϝέννῦμι): robe, garment of goddesses and women of distinction.
see ἑανός.
Greek Monotonic
εἱᾰνός: -ή, -όν, Επικ. αντί ἑανός, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
εἱᾰνός, ή, όν [epic for ἑανός, Il.]