καιετάεις
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
καιέτας, καιετός, v. sub καιάδας.
German (Pape)
[Seite 1294] εσσα, εν (vgl. καιάδας, καίατα), reich an Erdschlünden; so las Zenodot. für κητώεσσα (w. m. s.), vgl. Buttm. Lexil. II p. 95. Bei Callim. frg. 224 Beiw. des Eurotas, durch καλαμινθώδης erkl.
French (Bailly abrégé)
άεσσα, άεν;
aux vallées profondes.
Étymologie: cf. καιάδας.
Russian (Dvoretsky)
καιετάεις: εσσα, εν Hom. v.l. = κητώεις.
Greek (Liddell-Scott)
καιετάεις: καιέτας, καιετός, ἴδε ἐν λ. καιάδας.
Greek Monolingual
καιετάεις, -εσσα, -εν (Α) καιετός
ο γεμάτος χάσματα, ρωγμές της γης ή βάραθρα («Λακεδαίμονα καιετάεσσαν», Ομ. Οδ.).