νένασμαι
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
pf. Pass. of ναίω (only poet.); also (in Prose) of νάσσω.
German (Pape)
[Seite 240] perf. zu ναίω u. νάσσω.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. de ναίω et de νάσσω.
Russian (Dvoretsky)
νένασμαι:
I pf. pass. к ναίω I.
II pf. pass. к νάσσω.
Greek (Liddell-Scott)
νένασμαι: παθητ. πρκμ. τοῦ ναίω (μόνον ποιητικ.)· ὡσαύτως τοῦ νάσσω. Ἀλλ’ οὐδέποτε εἶναι Δωρ. ἀντὶ τοῦ νένησμαι, ἐκ τοῦ νέω.