λυρίζω
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
A play the lyre, Chrysipp.Stoic.3.140, Anacreont.42.12, Teucer in Cat. Cod.Astr.7.202. II trans., play on the lyre, ποιήματα Phalar.Ep. 67.1.
French (Bailly abrégé)
chanter sur la lyre.
Étymologie: λύρα.
Russian (Dvoretsky)
λῠρίζω: играть на лире Anacr., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λῠρίζω: παίζω τὴν λύραν, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1037Ε, Ἀνακρεόντ. 45. 12.
Greek Monolingual
λυρίζω (AM) λύρα
παίζω λύρα
μσν.
μτφ. επαναλαμβάνω συνεχώς την ίδια πράξη
αρχ.
τραγουδώ με συνοδεία λύρας.
Greek Monotonic
λῠρίζω: (λύρα), παίζω τη λύρα, σε Ανακρεόντ.