λέπυρον
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
τό, (λέπος) rind, shell, husk, Batr.131, LXX Ca.4.3, Dsc.Eup.1.89, Porph.Gaur.17.7.
German (Pape)
[Seite 32] τό, nach Suid. λεπυρόν, Schale, Hülfe, καρύοιο, Batrachom. 131, a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
cosse, écale, enveloppe d'un fruit.
Étymologie: λέπω.
Russian (Dvoretsky)
λέπῠρον: τό скорлупа (καρύοιο Batr. - v.l. ἐρεβίνθου).
Greek (Liddell-Scott)
λέπῡρον: τό, (λέπος) φλοιός, «φλοῦδα», κέλυφος, «τσῶφλι», Βατραχομυομ. 131, Ἑβδ. (ᾌσμα ᾈσμάτ. Δ΄, 3), Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 95.
Greek Monotonic
λέπῡρον: τό (λέπω), κέλυφος, φλούδα, τσόφλι.