πανέστιος

From LSJ
Revision as of 23:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνέστιος Medium diacritics: πανέστιος Low diacritics: πανέστιος Capitals: ΠΑΝΕΣΤΙΟΣ
Transliteration A: panéstios Transliteration B: panestios Transliteration C: panestios Beta Code: pane/stios

English (LSJ)

ον, (ἑστία) with all the household, Plu.Sol.24.

German (Pape)

[Seite 459] mit dem ganzen Hause, Hausstande; αετοικιζόμενος Ἀθήναζε, Plut. Sol. 24; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
avec toute la famille (propr. tout le foyer).
Étymologie: πᾶν, ἑστία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανέστιος -ον [πᾶς, ἑστία] met het hele gezin.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνέστιος: со всем домом, со всеми домочадцами (μετοικίζεσθαι Ἀθήναζε Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνέστιος: -ον, (ἑστία) μετὰ πάσης τῆς οἰκογενείας, Πλουτ. Σόλων 24.

Greek Monolingual

-ον, ΑΜ
αυτός που είναι με όλη την οικογένεια του, με όλο το νοικοκυριό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἑστία (πρβλ. ομο-έστιος)].

Greek Monotonic

πᾰνέστιος: -ον (ἑστία), αυτός που βρίσκεται με ολόκληρη την οικοσκευή, σε Πλούτ.

Middle Liddell

πᾰν-έστιος, ον, ἑστία
with all the household, Plut.