παρακελευστικός
αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character
English (LSJ)
ή, όν, calling out to, cheering on, π. λόγος ἐπὶ τὴν ἀρετήν Pl.Euthd.283b; π. ἐπίφθεγμα, in battle, Poll.4.86; π. [ἐπίρρημα] A.D. Adv.123.12. Adv. -κῶς Sch.Od.8.11.
German (Pape)
[Seite 482] ή, όν, zurufend, ermunternd, λόγος ἐπ' ἀρετήν, Plat. Euthyd. 283 b. – Adv., Schol. Od. 8, 11.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à encourager, à exhorter, avec ἐπί et l'acc. ; t. de gramm., en parl. d'adv. (εἶα, ἄγε, etc.).
Étymologie: παρακελεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρακελευστικός -ή -όν [παρακελεύω] aansporend, aanmoedigend.
Russian (Dvoretsky)
παρακελευστικός:
1) побуждающий, призывающий, зовущий (λόγος π. ἐπ᾽ ἀρετήν Plat.);
2) грам. (о наречиях или частицах типа ἄγε, εἶα) побудительный, повелительный.
Greek Monolingual
-ή, -ό / παρακελευστικός, -ή, -όν, ΝΑ παρακελεύομαι
παρακελευσματικός, προτρεπτικός («ὡς παρακελευστικὸς ὁ λόγος ἦν ἐπ' ἀρετήν», Πλάτ.).
επίρρ...
παρακελευστικῶς Α
με παρακελευστικό τρόπο, προτρεπτικά.
Greek Monotonic
παρακελευστικός: -ή, -όν, προτρεπτικός, ενθαρρυντικός, παραινετικός, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
παρακελευστικός: -ή, -όν, προτρεπτικός, ἐπὶ τὴν ἀρετὴν Πλατ. Εὐθύδ. 283Β· π. ἐπίφθεγμα, ἐν μάχῃ, Πολυδ. Δ΄, 86. - Ἐπιρρ. -κῶς, Σχολ. εἰς Ὀδ. Θ. 11.
Middle Liddell
παρακελευστικός, ή, όν
calling out to, cheering on, Plat.