πρόπαππος

From LSJ
Revision as of 21:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

Τί γὰρ γένοιτ᾽ ἂν ἕλκος μεῖζον ἢ φίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόπαππος Medium diacritics: πρόπαππος Low diacritics: πρόπαππος Capitals: ΠΡΟΠΑΠΠΟΣ
Transliteration A: própappos Transliteration B: propappos Transliteration C: propappos Beta Code: pro/pappos

English (LSJ)

ὁ, A great-grandfather, And.2.26 codd., Lys.14.39, Pl. Ti.20e. 2 grandfather, M.Ant.1.4.

German (Pape)

[Seite 738] ὁ, der vor dem Großvater vorhergeht, Urgroßvater; Plat. Tim. 20 e; Andoc. 1, 106.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bisaïeul.
Étymologie: πρό, πάππος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρό-παππος -ου, ὁ overgrootvader.

Russian (Dvoretsky)

πρόπαππος:прадед Lys., Plat., Arst., Plut.

Greek Monolingual

ο / πρόπαππος, ΝΜΑ πάππος/πάπος]
ο πατέρας του παππού ή της γιαγιάς.

Greek Monotonic

πρόπαππος: ὁ, ο πατέρας του παππού, σε Ρητ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόπαππος: ὁ, ὁ τοῦ πάππου πατήρ, Λατ. proavus, Ἀνδοκ. 23. 2, Λυσί. 143. 26, Πλάτ. Τίμ. 20Ε· «ὁ δὲ πάππου ἢ τήθης πατὴρ πρόπαππος, ὡς Ἰσοκράτης· τάχα δ’ ἄν τοῦτον τριτοπάτορα Ἀριστοτέλης καλοῖ» Πολυδ. Γ΄, 17.

Middle Liddell

πρόπαππος, ὁ,
a great-grandfather, Oratt.