σεπτός

From LSJ
Revision as of 23:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεπτός Medium diacritics: σεπτός Low diacritics: σεπτός Capitals: ΣΕΠΤΟΣ
Transliteration A: septós Transliteration B: septos Transliteration C: septos Beta Code: septo/s

English (LSJ)

ή, όν, holy, august, venerable, ἵησι σεπτὸν Νεῖλος εὔποτον ῥέος = Nile sends forth his hallowed and sweet stream A.Pr.812: in late Prose, D.C.53.16, Cod.Just.1.5.16. Adv. σεπτῶς = in sanctity, sacredly.

German (Pape)

[Seite 872] adj. verb. von σέβομαι, verehrt, zu verehren, übh. = σεμνός; vom Nilstrome Aesch. Prom. 814.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
digne d'être honoré, auguste.
Étymologie: adj. verb. de σέβω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεπτός -ή -όν [σέβω] vererenswaardig.

Russian (Dvoretsky)

σεπτός: [adj. verb. к σέβω благоговейно чтимый, священный (Νείλου ῥέος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

σεπτός: ή, όν. ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ σέβομαι, σεβαστός, σ. Νείλου ῥέος Αἰσχύλ. Πρ. 812· σεπτὰ μορφὰ βασιληίδος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 989. 3, πρβλ. 991. 9· παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, Δίων Κ. 53. 16, Ἐπίρρ. σεπτῶς, Ἐκκλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σεπτά· θαυμαστά. σεβάσμια».

Greek Monolingual

-ή, -ό / σεπτός, -ή, -όν, ΝΜΑ
σεβαστός, σεβάσμιος, αξιοσέβαστος (α. «το σεπτό λείψανο του αγίου» β. «ἵησι σεπτὸς Νεῑλος ῥέος», Αισχύλ.)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «σεπτά
θαυμαστά
σεβάσμια».
επίρρ...
σεπτώς / σεπτῶς ΝΜΑ, και σεπτά Ν
κατά τρόπο σεπτό, με σεβασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεβ-τός < σέβομαι].

Greek Monotonic

σεπτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του σέβομαι, αξιοσέβαστος, σεβαστός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

σεπτός, ή, όν verb. adj. of σέβομαι
august, Aesch.