σκαφεύς

From LSJ
Revision as of 22:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰφεύς Medium diacritics: σκαφεύς Low diacritics: σκαφεύς Capitals: ΣΚΑΦΕΥΣ
Transliteration A: skapheús Transliteration B: skapheus Transliteration C: skafeys Beta Code: skafeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, (σκάπτω) A digger, delver, E.El.252, Archipp. 44, BGU1538 (Ptolemaic), Arch.Pap.5.381 (i A.D.). II = σκαφηφόρος, Com.Adesp.1144.

German (Pape)

[Seite 890] ὁ, der Grabende, der Gräber; Eur. El. 252; Phryn. in B. A. 62.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
celui qui travaille à creuser la terre (laboureur, vigneron, etc.).
Étymologie: σκάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκαφεύς -έως, ὁ [σκάπτω] graver, spitter.

Russian (Dvoretsky)

σκᾰφεύς: έως ὁ землекопатель, т. е. земледелец Eur.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
βλ. σκαφέας.

Greek Monotonic

σκᾰφεύς: -έως, ὁ (σκάπτω), αυτός που σκάβει, σκαπανέας, σκαφτιάς, που διανοίγει ορύγματα ή τάφρους, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰφεύς: έως, ὁ, (σκάπτω) ὁ σκάπτων, ἀνασκάπτων, ἀνοίγων τάφρον, Εὐρ. Ἠλ. 252, Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2· - παρὰ τῷ Ἀλκμᾶνι 59 ὁ Δινδ. γράφει σκάφευς ὡς Δωρ. γεν. τοῦ σκάφος.

Middle Liddell

σκᾰφεύς, έως, ὁ, σκάπτω
a digger, delver, ditcher, Eur.