σταμνίον
ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings
English (LSJ)
τό,= σταμνάριον, Id.Lys.196,199, Men.129, PSI4.413.19 (iii B.C.), Inscr.Délos 399 A 40 (ii B.C.). 2 = ἀμίς, S.E.M.1.234, cf. Phryn.377.
German (Pape)
[Seite 929] τό, dim. von στάμνος; οἴνου, Ar. Lys. 196; Men. bei Ath. IV, 146 e; Plat. Ep. XIII, 361 a. Nach S. Emp. adv. gramm. 234 = ἀμίδιον.
French (Bailly abrégé)
dim. de στάμνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σταμνίον -ου, τό, demin. van στάμνος, kruikje.
Russian (Dvoretsky)
σταμνίον: τό
1) винный сосуд, кружка Arph., Men.;
2) Sext. = ἀμίς.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. σταμνί.
Greek Monotonic
σταμνίον: τό, υποκορ. του στάμνος, μικρή στάμνα που προορίζεται για κρασί, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σταμνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ στάμνος, «στάμνα» οἴνου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 22, Λυσ. 196, 199, Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 3, Ἡσύχ. 2) = ἀμίς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234, πρβλ. Φρύνιχ. 400. - Ὡσαύτως σταμνίσκος, ὁ, Πολυδ. Ζ΄, 162.
Middle Liddell
σταμνίον, ου, τό, [Dim. of στάμνος
a wine-jar, Ar.