στενόω

From LSJ
Revision as of 15:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στενόω Medium diacritics: στενόω Low diacritics: στενόω Capitals: ΣΤΕΝΟΩ
Transliteration A: stenóō Transliteration B: stenoō Transliteration C: stenoo Beta Code: steno/w

English (LSJ)

Ion. στεινόω, straiten, confine, contract, αὐτήν (the trachea) Gal.18(2).949; τὴν γαστέρα Lib.Decl.31.20; = angusto, Dosith.p.435K.:—mostly in Pass., ἐς στενώτερον ἐστενωμέναι (prob. f.l. for συνηγμέναι) Hp.VM22; ὄρη τὰς διεξόδους ἐστένωται have their outlets narrow, Hdn.8.1.6; στεινούμενον αὐλαῖς . . ἄλσος, sc. by comparison, AP9.656.13; cf. στεγνόω 11.2: metaph., to be in difficulty, τοῖς στιχουργήμασι Sch.Lyc.324.

German (Pape)

[Seite 936] ion. στεινόω, verengen, eng machen, Liban.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
resserrer, rétrécir.
Étymologie: στενός.

Russian (Dvoretsky)

στενόω: ион. στεινόω стеснять, суживать: στενούμενός τινι Anth. стесненный чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

στενόω: Ἰωνικ. στεινόω, στενὸν ποιῶ, περιορίζω, συστέλλω, στενώτερον Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17· τὰς διεξόδους ἐστένωται, ἔχει στενὰς ἐξόδους, Ἡρῳδ. 8. 1· στεινούμενον αὐλαῖς .. ἄλσος Ἀνθ. Π. 9. 656, 13· - μεταφορ., εὑρίσκομαι ἐν δυσκολίᾳ ἢ δυσχερείᾳ, Βυζ.

Greek Monotonic

στενόω: Ιων. στεινόω, κάνω κάτι στενό, στενεύω, περιορίζω, συμμαζεύω· στην Παθ., σε Ανθ.

Middle Liddell

to straiten:—in Pass., Anth.