συνεπιστέλλω
From LSJ
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
English (LSJ)
authorize at the same time, BGU1741.8 (i B.C.), POxy.1024.6 (ii A.D.); send with or together, Luc.Sat.15.
French (Bailly abrégé)
mander ou faire savoir en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπιστέλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επιστέλλω meesturen (een boodschap).
Russian (Dvoretsky)
συνεπιστέλλω: вместе посылать Luc.
Greek Monolingual
Α ἐπιστέλλω
1. εξουσιοδοτώ συγχρόνως
2. αποστέλλω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
Greek Monotonic
συνεπιστέλλω: στέλνω, πέμπω μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιστέλλω: ἐπιστέλλω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, ἐπαχθὲς δὲ μηδὲν συνεπιστελλέτω Λουκ. Κρονοσ. 15.