φιλόχρηστος

From LSJ
Revision as of 16:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόχρηστος Medium diacritics: φιλόχρηστος Low diacritics: φιλόχρηστος Capitals: ΦΙΛΟΧΡΗΣΤΟΣ
Transliteration A: philóchrēstos Transliteration B: philochrēstos Transliteration C: filochristos Beta Code: filo/xrhstos

English (LSJ)

ον, loving goodness or loving honesty, X.Mem.2.9.4, D.H.7.62.

German (Pape)

[Seite 1288] das Gute, die Guten liebend, Xen. Mem. 2, 9,4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime le bien, la vertu ou les gens de bien.
Étymologie: φίλος, χρηστός.

Russian (Dvoretsky)

φιλόχρηστος: любящий честность, добро или добродетель Xen., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόχρηστος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν χρηστότητα ἢ τιμιότητα, Ξεν. Ἀπομν. 2. 9, 4, Διονύσ. Ἁλ., κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αγαπά την χρηστότητα, την τιμιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + χρηστός (πρβλ. μισό-χρηστος, πολύ-χρηστος)].

Greek Monotonic

φῐλόχρηστος: -ον, αυτός που αγαπά την αγαθοσύνη και την ειλικρίνεια, σε Ξεν.

Middle Liddell

φῐλό-χρηστος, ον,
loving goodness or honesty, Xen.