χθονοτρεφής

From LSJ
Revision as of 16:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χθονοτρεφής Medium diacritics: χθονοτρεφής Low diacritics: χθονοτρεφής Capitals: ΧΘΟΝΟΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: chthonotrephḗs Transliteration B: chthonotrephēs Transliteration C: chthonotrefis Beta Code: xqonotrefh/s

English (LSJ)

ές, bred from earth, ἐδανόν A.Ag.1407 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1355] ές, von der Erde, vom Lande genährt, Aesch. Ag. 1381.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nourri par la terre.
Étymologie: χθών, τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

χθονοτρεφής: произведенный землей, земной (ἐδανὸν ἢ ποτόν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

χθονοτρεφής: -ές, ὁ ἐκ τῆς γῆς τραφεὶς ἢ τρεφόμενος, χθονοτρεφὲς ἐδανὸν ἢ ποτὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1407.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που τρέφεται από τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + -τρεφής (< τρέφω), πρβλ. ἀνεμο-τρεφής, ὑδατο-τρεφής].

Greek Monotonic

χθονοτρεφής: -ές (τρέφω), αυτός που τρέφεται από τη γη, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

χθονο-τρεφής, ές τρέφω
bred from earth, Aesch.