χρυσόπρυμνος

From LSJ
Revision as of 17:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόπρυμνος Medium diacritics: χρυσόπρυμνος Low diacritics: χρυσόπρυμνος Capitals: ΧΡΥΣΟΠΡΥΜΝΟΣ
Transliteration A: chrysóprymnos Transliteration B: chrysoprymnos Transliteration C: chrysoprymnos Beta Code: xruso/prumnos

English (LSJ)

ον, with gilded poop, Plu.Ant.26, App.Praef.10.

German (Pape)

[Seite 1382] mit goldenem Hintertheile, Plut. Ant. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à poupe d'or.
Étymologie: χρυσός πρύμνα.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόπρυμνος: с золоченой кормой (πορθμεῖον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόπρυμνος: -ον, ὁ ἔχων κεχρυσωμένην πρύμναν, Πλουτ. Ἀντών. 26, Ἀππ. Προοίμ. 10.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χρυσή πρύμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. ὑψί-πρυμνος].

Greek Monotonic

χρῡσόπρυμνος: -ον (πρύμνα), αυτός που έχει επιχρυσωμένη πρύμνη, σε Πλούτ.

Middle Liddell

χρῡσό-πρυμνος, ον, πρύμνα
with gilded poop, Plut.