χρυσόπρυμνος
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
ον, with gilded poop, Plu.Ant.26, App.Praef.10.
German (Pape)
[Seite 1382] mit goldenem Hintertheile, Plut. Ant. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à poupe d'or.
Étymologie: χρυσός πρύμνα.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσόπρυμνος: с золоченой кормой (πορθμεῖον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόπρυμνος: -ον, ὁ ἔχων κεχρυσωμένην πρύμναν, Πλουτ. Ἀντών. 26, Ἀππ. Προοίμ. 10.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει χρυσή πρύμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. ὑψί-πρυμνος].
Greek Monotonic
χρῡσόπρυμνος: -ον (πρύμνα), αυτός που έχει επιχρυσωμένη πρύμνη, σε Πλούτ.