ἀπομαγδαλία

From LSJ
Revision as of 18:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπομαγδᾰλία Medium diacritics: ἀπομαγδαλία Low diacritics: απομαγδαλία Capitals: ΑΠΟΜΑΓΔΑΛΙΑ
Transliteration A: apomagdalía Transliteration B: apomagdalia Transliteration C: apomagdalia Beta Code: a)pomagdali/a

English (LSJ)

or ἀπομαγδαλιά, ἡ, (ἀπομάσσω) the crumb or inside of the loaf, on which the Greeks wiped their hands at dinner, and then threw it to the dogs: hence, dog's meat, Ar.Eq.415, Alciphr.3.44, Plu.Lyc.12.

Spanish (DGE)

(ἀπομαγδᾰλία) -ας, ἡ
• Alolema(s): -ιά, -ιᾶς, ἡ Ar.Eq.415, Philostr.VA 7.23, Paus.Gr.α 134
miga de pan que se tiraba a los perros tras la comida ἀπομαγδαλιὰς (σιτούμενος) ὥσπερ κύων Ar.Eq.414, cf. 415, Ath.409d, λαβὼν ... ἀπομαγδαλίαν εἰς τὴν χεῖρα Plu.Lyc.12, εἰ τὰς ἀπομαγδαλίας ὡς κυσί τις παραρρίψειε Alciphr.3.8.2, cf. Paus.Gr.l.c., Hsch.
fig. migaja οὓς ἔδει μειλίττεσθαι (τοὺς συκοφάντας) τῇ ἀπομαγδαλιᾷ ταύτῃ Philostr.l.c.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. ἀπομαγδαλιά.

Russian (Dvoretsky)

ἀπομαγδᾰλία: и ἀπο-μαγδαλιά ἡ хлебный мякиш (для вытирания рук после обеда) Arph., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομαγδᾰλία: ἢ -ιά, ἡ, (ἀπομάσσω), τὸ ἐν τῷ ἄρτῳ μαλακὸν μέρος, ὅπερ οἱ ἀρχαῖοι μετεχειρίζοντο πρὸς ἀπόμαξιν τῶν χειρῶν αὐτῶν μετὰ τὸ δεῖπνον, «ἀπομαγδαλία... ψωμὸς εἰς ὃν ἐκμασσόμενοι τὰς χείρας μετὰ τὸ δεῖπνον ἐρρίπτουν τοῖς κυσὶν» Α. Β. 431. 28· ἀπομαγδαλίας σιτούμενος Ἀριστοφ. Ἱππ. 415, Ἀλκίφρ. 3. 44, Πλουτ. Λυκοῦργ. 12. Παρ’ Εὐστ. 1857. 11, ἀπομαγδαλίς, ίδος, ἡ.

Greek Monotonic

ἀπομαγδᾰλία: ή -ιά, ἡ (ἀπομάσσω), ψίχα ή εσωτερικό μέρος από καρβέλι ψωμί, πάνω στην οποία οι αρχαίοι Έλληνες σφούγγιζαν τα χέρια τους κατά τη διάρκεια του δείπνου και κατόπιν το πετούσαν ως τροφή στα σκυλιά· το φαγητό του σκύλου, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἀπομάσσω
the crumb or inside of the loaf, on which the Greeks wiped their hands at dinner, and then threw it to the dogs, dog's meat, Ar.