ἀσκητέος

From LSJ
Revision as of 10:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott

Menander, Monostichoi, 242
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκητέος Medium diacritics: ἀσκητέος Low diacritics: ασκητέος Capitals: ΑΣΚΗΤΕΟΣ
Transliteration A: askētéos Transliteration B: askēteos Transliteration C: askiteos Beta Code: a)skhte/os

English (LSJ)

α, ον,
A to be practised, X.Cyr.5.3.43, Jul.Ep.89.
II ἀσκητέον one must practise, σοφίαν, σωφροσύνην, Pl.Grg. 487c, 507d; ποῖα πρὸς ποίους ἀ. Arist.Pol.1325a13.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe practicarse ἡ σιωπὴ ἀσκητέα X.Cyr.5.3.43, ἡ φιλανθρωπία Iul.Ep.89b.289a, τοῦτο δὲ ἀσκητέον μὴ παρενθυμουμένῳ M.Ant.5.5.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ἀσκέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ἡ σιωπὴ ἀσκητέα, πρέπει τις ν’ ἀσκήσῃ ἑαυτὸν εἰς τὸ σιωπᾶν, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43. ΙΙ. ἀσκητέον, δεῖ ἀσκεῖν· σοφίαν, σωφροσύνην Πλάτ. Γοργ. 487C, 507D· ποῖα πρὸς ποίους ἀσκ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 18.

Greek Monotonic

ἀσκητέος: -α, -ον, ρηματ. επίθ. του ἀσκέω·
I. που πρέπει να εξασκηθεί, σε Ξεν.
II. ἀσκητέον, αυτό που πρέπει κάποιος να ασκήσει, σοφίαν, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἀσκέω
I. to be practised, Xen.
II. ἀσκητέον, one must practise, σοφίαν Plat.