ἀφυΐα

From LSJ
Revision as of 18:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφῠΐα Medium diacritics: ἀφυΐα Low diacritics: αφυΐα Capitals: ΑΦΥΪΑ
Transliteration A: aphyḯa Transliteration B: aphuia Transliteration C: afyia Beta Code: a)fui/+a

English (LSJ)

ἡ, want of natural power or faculty, τῆς κάμψεως Arist.PA 659a29; φωνητηρίων ὀργάνων Str.14.2.28; ψυχῆς Plu.2.104c; ἀ. πρὸς τὸ ἡδέως ζῆν natural unfitness for... ib.1088b; in plural, ἀφυΐαι, opp. εὐφυΐαι, Porph.Abst.3.8, cf. Colot.in Euthd.2. (Written ἀφύεια in Colot. l.c., Epicur.Nat.Herc.1420.)

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀφυεία Epicur.Fr.[32] 11.7; ἀφύεια Colot.in Euthd.2 (p.167)
incapacidad natural, ineptitud c. gen. τῆς κάμψεως de las patas del elefante, Arist.PA 659a29, τῆς παραπτώσεως de las serpientes, Arist.GA 718a27, φωνητηρίων ὀργάνων Str.14.2.28, τῆς ψυχῆς Plu.2.104c, cf. Chrysipp.Stoic.3.31.6, c. prep. y ac. πρὸς τὸ ἡδέως ζῆν Plu.2.1088b, op. εὐφυΐα Colot.l.c., Porph.Abst.3.8, abs., M.Ant.76.17, s. cont., Epicur.l.c.

German (Pape)

[Seite 416] ἡ, Mangel an natürlicher Anlage, πρός τι Strab. XIV p. 662; Plut.; Ungeschicklichkeit, Plut. u. A.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
incapacité naturelle.
Étymologie: ἀφυής.

Russian (Dvoretsky)

ἀφῠΐα:неспособность, непригодность (τινός Arst. и πρός τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀφυΐα: ἡ ἔλλειψις φυσικῆς ἱκανότητος ἤ δεξιότητος, τὴν ἀφυΐαν τῆς κάμψεως Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 16. 7· ὀργάνων Στράβων 662, πρβλ. Πλούτ. 2. 104C· ἀφ. πρός τι, φυσικὴ ἀνεπιτηδειότης, ὁ αὐτ. 2. 1088Β.

Greek Monolingual

ἀφυΐα, η (Α) αφυής
1. έλλειψη φυσικής δύναμης ή ικανότητας
2. αδεξιότητα, ανικανότητα για κάτι.