ἀχάτης

From LSJ
Revision as of 15:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχάτης Medium diacritics: ἀχάτης Low diacritics: αχάτης Capitals: ΑΧΑΤΗΣ
Transliteration A: achátēs Transliteration B: achatēs Transliteration C: achatis Beta Code: a)xa/ths

English (LSJ)

[ᾰχᾱ], ου, ὁ, agate, Thphr.Lap.31, J.AJ3.7.5, D.P.1075, Nonn.D.5.170.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ mineral. ágata ὁ ἀ. ἀπὸ τοῦ Ἀχάτου ποταμοῦ Thphr.Lap.31, cf. LXX Ex.28.19, 36.19, Ez.28.13, I.AI 3.168, Nonn.D.5.170, λίθος ἀχάτης Gal.19.734, 735.

German (Pape)

[Seite 417] ὁ, der Achat, Theophr.; D. Per. 1075.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
agate.
Étymologie: DELG pê emprunté.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχάτης: -ου, ὁ, εἶδος πολυτίμου λίθου, Θεόφρ. π. Λίθ. 31, Διον. Π. 1075. [ᾰχᾱ]

Greek Monolingual

ο (AM ἀχάτης)
ημιπολύτιμο πυριτικό ορυκτό, ποικιλία του χαλαζία, που παρουσιάζει ζώνες με διάφορα χρώματα και διαφορετική διαφάνεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. δάνεια λ. και, κατά μία άποψη, σημιτικής προελεύσεως. Ο ποταμός της Σικελίας καθώς και το κύριο όνομα Αχάτης πρέπει να έλαβαν την ονομασία τους από το όνομα του λίθου].

Frisk Etymological English

-ου
Grammatical information: m.
Meaning: agate (Thphr.)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]
Etymology: Unknown. Semitic etymology in Lewy Fremdw. 56. -. The river Achates on Sicily and the PN Achates are probably called after the stone. Cf. Lewy.

Frisk Etymology German

ἀχάτης: -ου
{akhá̄tēs}
Grammar: m.
Meaning: Achat (Thphr. usw. )
Etymology: Unerklärtes Fremdwort. Semitische Etymologien bei Lewy Fremdw. 56. — Der Fluß Achates auf Sizilien ist wahrscheinlich nach dem Stein benannt, nicht umgekehrt. Auch der PN Achates stammt vom Steine. Vgl. Lewy ebd.
Page 1,199