ἁρπακτήρ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, robber, Il.24.262, Opp.H.1.373; Περσεφονείης Nonn.D.6.92, Jul. Or.2.87a.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
rapaz, ladrón ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων ... ἁρπακτῆρες Il.24.262, κύνες ἁρπακτῆρες Opp.H.1.373, λύκοι Lyc.147
•raptor Περσεφονείης Nonn.D.6.92, cf. Iul.Or.3.87a.
German (Pape)
[Seite 358] ῆρος, ὁ, der Räuber, Il. 24, 262 u. sp. D., z. B. Ἅιδης Callim. ep. 47 (VII, 80).
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
ravisseur.
Étymologie: ἁρπάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἁρπακτήρ: ῆρος ὁ похититель, грабитель Hom., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπακτήρ: ὁ ληστής, Ἰλ. Ω. 262, Ὀππ. Ἁλ. 1. 373· ὡσαύτως Καλλ. Ἐπιγράμμ. 2. 6, μετὰ διαφ. γραφ. ἁρπακτής, Γλωσσ., προσέτι, ἁρπάκτωρ, ἐν Ἐφραίμ. Καισ. 1194.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἁρπακτήρ (-ήρος), ο (θηλ., -κτειρα) (Α) αρπάζω
ο κλέφτης.
Greek Monotonic
ἁρπακτήρ: ὁ (ἁρπάζω), άρπαγας, κλέφτης, σε Ομήρ. Ιλ.