ἐμπορευτέα
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
one must tramp, Ar.Ach.480.
Spanish (DGE)
hay que partir, hay que ponerse en camino, ἄνευ σκάνδικος ἐ. Ar.Ach.480.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de ἐμπορεύομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπορευτέα: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ πορευθῇ, ν’ ἀπέλθῃ, ὦ θύμ’, ἄνευ σκάνδικος ἐμπορευτέα Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 480.
Greek Monotonic
ἐμπορευτέα: ρημ. επίθ., αυτή που πρέπει κάποιος να βηματίσει ή να διαβεί, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
[from ἐμπορεύομαι adj verb. adj. of ἐμπορεύομαι
one must go or tramp, Ar.