ἐνυδρόβιος

From LSJ
Revision as of 19:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνυδρόβῐος Medium diacritics: ἐνυδρόβιος Low diacritics: ενυδρόβιος Capitals: ΕΝΥΔΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: enydróbios Transliteration B: enydrobios Transliteration C: enydrovios Beta Code: e)nudro/bios

English (LSJ)

ον, living in the water, χῆνες AP6.231 (Phil.).

Spanish (DGE)

-ον de vida acuática χῆνες AP 6.231 (Philippus).

German (Pape)

[Seite 860] im Wasser lebend, χῆνες Philp. 10 (VI, 231).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit sur l'eau.
Étymologie: ἔνυδρος, βίος.

Russian (Dvoretsky)

ἐνυδρόβιος: живущий на воде (χῆνες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνυδρόβῐος: -ον, ὁ ζῶν ἐν τοῖς ὕδασι, πολιὸν χηνῶν ζεῦγος ἐνυδροβίων Ἀνθ. Π. 6. 231, 4.

Greek Monolingual

ἐνυδρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει και διαμένει στα νερά, ο υδρόβιος.

Greek Monotonic

ἐνυδρόβῑος: -ον, αυτός που ζει στο νερό, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐνυδρό-βῐος, ον adj
living in the water, Anth.