ἐπικυρτόω
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
bend forward, κάρηνα Hes.Sc.234:—Pass., to be arched, Luc.Am.14.
German (Pape)
[Seite 955] darüber krümmen, ἐπικυρτώοντε κάρηνα Hes. Sc. 234; med., αἱ σάρκες ἐπικυρτοῦνται Luc. Amor. 14, es rundet sich darüber.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
courber en avant.
Étymologie: ἐπί, κυρτόω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικυρτόω: сгибать, наклонять (κάρηνα Hes.); med.-pass. быть закругленным, округлым (αἱ τῶν γλουτῶν σάρκες ἐπικυρτοῦνται Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικυρτόω: κλίνω πρὸς τὰ ἐμπρός, κάρηνα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 234. -Παθ., κυρτοῦμαι, ἠρέμα, Λουκ. Ἔρωτ. 14.
Greek Monotonic
ἐπικυρτόω: μέλ. -ώσω, κλίνω προς τα μπροστά, σε Ησίοδ.