ἐχιδναῖος

From LSJ
Revision as of 20:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχιδναῖος Medium diacritics: ἐχιδναῖος Low diacritics: εχιδναίος Capitals: ΕΧΙΔΝΑΙΟΣ
Transliteration A: echidnaîos Transliteration B: echidnaios Transliteration C: echidnaios Beta Code: e)xidnai=os

English (LSJ)

α, ον, A of or like a viper, χόλος AP7.71 (Gaet.). 2 snaky, κόρυμβος Nonn.D.14.216. II pr. Adj. Ἐχιδναῖος, Ἐχιδναῖα, Ἐχιδναῖον, born of Echidna, δάκετον Call.Fr.161.

German (Pape)

[Seite 1126] von der Natter, zu der Natter gehörig, χόλος Gaetul. 6 (VII, 71); κόρυμβος Nonn. D. 14, 216 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de vipère.
Étymologie: ἔχιδνα.

Russian (Dvoretsky)

ἐχιδναῖος: змеиный (χόλος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐχιδναῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς ἔχιδναν ἢ ὅμοιος ἐχίδνῃ, Καλλ. Ἀποσπ. 161, Ἀνθ. Π. 7. 71.

Greek Monolingual

ἐχιδναῖος, -α, -ον (Α) έχιδνα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έχιδνα
2. μτφ. αυτός που δηλητηριάζει όπως η έχιδνα («Μοῦσαν ἐχιδναίῳ... ἔβαψε χόλῳ», Ανθ. Παλ.)
3. αυτός που μοιάζει με φίδι («ἐχιδναῖοισι κορύμβοις», Νόνν.)
4. ο γεννημένος από την Έχιδνα, χθόνιο τέρας τών αρχαίων, Νόνν.).

Greek Monotonic

ἐχιδναῖος: -α, -ον, αυτός που ανήκει ή είναι όμοιος με την οχιά, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐχιδναῖος, η, ον
of or like a viper, Anth.