ἐχιδναῖος
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
α, ον, A of or like a viper, χόλος AP7.71 (Gaet.). 2 snaky, κόρυμβος Nonn.D.14.216. II pr. Adj. Ἐχιδναῖος, Ἐχιδναῖα, Ἐχιδναῖον, born of Echidna, δάκετον Call.Fr.161.
German (Pape)
[Seite 1126] von der Natter, zu der Natter gehörig, χόλος Gaetul. 6 (VII, 71); κόρυμβος Nonn. D. 14, 216 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de vipère.
Étymologie: ἔχιδνα.
Russian (Dvoretsky)
ἐχιδναῖος: змеиный (χόλος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐχιδναῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς ἔχιδναν ἢ ὅμοιος ἐχίδνῃ, Καλλ. Ἀποσπ. 161, Ἀνθ. Π. 7. 71.
Greek Monolingual
ἐχιδναῖος, -α, -ον (Α) έχιδνα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έχιδνα
2. μτφ. αυτός που δηλητηριάζει όπως η έχιδνα («Μοῦσαν ἐχιδναίῳ... ἔβαψε χόλῳ», Ανθ. Παλ.)
3. αυτός που μοιάζει με φίδι («ἐχιδναῖοισι κορύμβοις», Νόνν.)
4. ο γεννημένος από την Έχιδνα, χθόνιο τέρας τών αρχαίων, Νόνν.).
Greek Monotonic
ἐχιδναῖος: -α, -ον, αυτός που ανήκει ή είναι όμοιος με την οχιά, σε Ανθ.