Ἑλλησποντιακός
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
ή, όν, of the Hellespont, X.An.1.1.9, etc.:— also Ἑλλησ-πόντιος, α, ον, Hdt.7.95, X.HG3.4.11.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
helespóntico, del Helesponto ref. a las tierras en torno al Helesponto πόλις X.An.1.1.9, κλίμα Ach.Tat.Intr.Arat.35.1, Ἑλλησποντιακὴ Φρυγία Frigia helespóntica otro n. de Frigia Epicteto, Str.12.4.1, Ἑλλησποντιακὴ Μυσία Misia helespóntica la parte noroccidental de la Misia minorasiática, Gal.10.833, Ἑλλησποντιακὴ περίοδος tít. de una obra de Menécrates, Str.12.3.22.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. Ἑλλησπόντιος.
Russian (Dvoretsky)
Ἑλλησποντιακός: геллеспонтский (πόλεις Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
Ἑλλησποντιακός: -ή, -όν, τοῦ Ἑλλησπόντου, αἱ Ἑλλησποντικαὶ πόλεις Ξεν. Ἀν. 1. 1, 9, κτλ.· - οὕτως, Ἑλλησπόντιος, α, ον, Ἡρόδ. 7. 95, ἐξ Ἑλλησπόντου, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 11· - οὐσ. Ἑλλησποντία, ἡ, ἡ περὶ τὸν Ἑλλήσποντον χώρα, Στέφ. Βυζάντ. ἐν λ.
Greek Monotonic
Ἑλλησποντιακός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στον Ελλήσποντο, σε Ξεν.· ομοίως και Ἑλλησπόντιος, -α, -ον, σε Ηρόδ., Ξεν.
Middle Liddell
Ἑλλησποντιακός, ή, όν
of the Hellespont, Xen., Ἑλλησπόντιος, η, ον, Hdt., Xen.