ὑλουργός

From LSJ
Revision as of 22:05, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλουργός Medium diacritics: ὑλουργός Low diacritics: υλουργός Capitals: ΥΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: hylourgós Transliteration B: hylourgos Transliteration C: ylourgos Beta Code: u(lourgo/s

English (LSJ)

όν, A working wood, δρέπανα D.H. 3.73. II Subst. ὑλουργός, ὁ, carpenter or woodman, E.HF241, J.AJ8.2.6.

German (Pape)

[Seite 1177] Holz bearbeitend, ὁ ὑλ., der Zimmermann; Eur. Herc. Fur. 241; Poll. 7, 101; auch δρέπανα, D. Hal. 3, 73.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui travaille le bois.
Étymologie: ὕλη, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

ὑλουργός: ὁ Eur. = ὑλοτόμος II.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλουργός: -όν, ὑλουργικός, ξυλουργικός, δρέπανα Διον. Ἁλ. 3. 73· ὡς οὐσιαστ. ὑλουργός, ὁ, ξυλουργός, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 241, Ἰωσήπ. Ἰουσ. Ἀρχ. 8. 2, 6.

Greek Monolingual

και ὑληουργός, -όν, Α
1. αυτός που κατεργάζεται ξύλα
2. το αρσ. ως ουσ.ὑλουργός και ὑληουργός
ξυλουργός ή υλοτόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -ουργός (< ἔργον)].

Greek Monotonic

ὑλουργός: -όν (*ἔργω), ξυλουργικός· ως ουσ. ὑλουργός, ὁ, μαραγκός ή ξυλουργός, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὑλ-ουργός, όν [*ἔργω
working wood: as substantive ὑλουργός, ὁ, a carpenter or woodman, Eur.