ὠκυδίνητος

From LSJ
Revision as of 22:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠκυδίνητος Medium diacritics: ὠκυδίνητος Low diacritics: ωκυδίνητος Capitals: ΩΚΥΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: ōkydínētos Transliteration B: ōkydinētos Transliteration C: okydinitos Beta Code: w)kudi/nhtos

English (LSJ)

[ῑ], Dor. -ᾱτος, ον, quick-whirling, ἅμιλλαι Pi.I.5(4).6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tourne ou se meut rapidement.
Étymologie: ὠκύς, δινέω.

Russian (Dvoretsky)

ὠκῠδίνητος: дор. ὠκῠδίνᾱτος 2 (δῑ) быстро вращающийся, т. е. быстрый, стремительный (ἅμιλλαι Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκῠδίνητος: Δωρ. -ᾶτος, ον, ταχέως περιδινούμενος, ἅμιλλαι Πινδ. Ι. 5 (4), 7.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ὠκυδίνατος, -ον, Α
αυτός που περιστρέφεται με ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + δινητός (< δινῶ «περιστρέφομαι»), πρβλ. πολυ-δίνητος].

Greek Monotonic

ὠκῠδίνητος: [ῑ], Δωρ. -ᾱτος, -ον, αυτός που περιστρέφεται σαν δίνη, δηλ. γρήγορα, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὠκῠ-δίνητος, δοριξ ὠκῠ-δίνᾱτος, ον,
quick-whirling, Pind.