βραχυλόγος

From LSJ
Revision as of 08:46, 26 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Spanish (DGE)

βραχύλογος, βραχύλογον
• Alolema(s): βραχυλόγος Demetr.Eloc.7, 214, D.S.5.31, Sch.Er.Il.16.630
I 1de pocas palabras, conciso de los espartanos, Pl.Lg.641e, Demetr.Eloc.ll.cc., Plu.Lyc.19, οὐδενὸς φήσεις βραχυλογωτέρου ἀκοῦσαι Pl.Grg.449c, ἔφη τὴν ἀρετὴν βραχύλογον εἶναι Antisth.104, como virtud del buen médico, Hp.Test.p.100, κατὰ δὲ τὰς ὁμιλίας βραχυλόγοι D.S.l.c., ἄνθρωπον θεοῦ γνῶσις βραχύλογον ποιεῖ Sext.Sent.430, de Homero, Gr.Naz.Ep.54, καλὴ καὶ β. ἡ γνώμη Sch.Er.Il.l.c., neutr. sup. como adv. ῥᾷστα ... καὶ βραχυλογώτατα Philostr.Her.38.20.
2 subst. τὸ βραχύλογον = discurso breve Gal.18(2).790.
II adv. βραχυλόγως = en pocas palabras Poll.4.24.

German (Pape)

[Seite 462] kurz sprechend, sich kurz ausdrückend, Λακεδαίμων Plat. Legg. I, 641 e. – Comparat. Plat. Gorg. 449 c u. Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βραχυλόγος -ον βραχύς, λόγος beknopt.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰχυλόγος: кратко выражающийся, сжатый в речах, немногословный Plat., Plut.

Greek Monotonic

βρᾰχῠλόγος: -ον (λέγω), σύντομος στο λόγο, αυτός που μιλά με λίγες λέξεις, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχῠλόγος: -ον, ὀλιγολόγος, ὀλίγα λέγων, τὴν συντομίαν ἐπιδιώκων, Πλάτ. Γοργ. 449C, κτλ.· ἐπὶ τῶν Σπαρτιατῶν, ὁ αὐτ. Νόμ. 641E, κτλ.

Middle Liddell

λέγω
short in speech, of few words, Plat.