πήδησις
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
εως, ἡ, A leaping, πηδήσεις σατυρικαί Id.Ant.75; πηδήσεις ἐπὶ τοὺς ἵππους Arr.Tact.43.3; of wood burning, Thphr.Ign.69. II beating or throbbing of the heart, Pl.Ti.70c, Lg.791a, Arist.PA669a20, Phld.Irp.27 W.
German (Pape)
[Seite 609] ἡ, das Springen, Hüpfen; das Schlagen des Herzens, des Pulses, τῆς καρδίας, Plat. Tim. 70 c; Legg. VII, 791 a; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de bondir, bond.
Étymologie: πηδάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πήδησις -εως, ἡ [πηδάω] het springen. het kloppen, het bonzen (van hart).
Russian (Dvoretsky)
πήδησις: εως ἡ
1 прыгание, скакание (πηδήσεις σατυρικαί Plut.);
2 биение, трепетание (τῆς καρδίας ἐν τῇ τῶν δεινῶν προσδοκίᾳ Plat.).
Greek Monotonic
πήδησις: ἡ, πήδημα, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
πήδησις: ἡ, πήδημα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 6, 5, Πλουτ. Ἀντών. 75· ἐπὶ ξύλων καιομένων, Θεοφρ. π. Πυρὸς 69. ΙΙ. παλμός, σκίρτημα τῆς καρδίας, Πλάτ. Τίμ. 70C, Νόμ. 791Α.
Middle Liddell
πήδησις, εως, [from πηδάω
a leaping, Plut.