περιτοξεύω
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
A overshoot, outshoot, τινα Ar.Ach.712 (nisi leg. ὑπερ-). II shoot to death with arrows, App.Num.3(ip.324 M.):— Pass., -τοξευθεὶς ὑπὸ τῶν βαρβάρων Aristid.1.125 J.
German (Pape)
[Seite 597] ringsum mit Pfeilen schießen, = ὑπερτοξεύω, ringsum niederschießen, dadurch überwältigen; Ar. Ach. 677; Plut.
French (Bailly abrégé)
percer de traits lancés de toutes parts.
Étymologie: περί, τοξεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-τοξεύω van alle kanten beschieten.
Russian (Dvoretsky)
περιτοξεύω: перестрелять (τινάς Arph.).
Greek Monolingual
Α
1. εκτοξεύω βέλη από όλες τις διευθύνσεις
2. υπερακοντίζω.
Greek Monotonic
περιτοξεύω: μέλ. -σω, υπερακοντίζω, ξεπερνώ στη σκοποβολή, τινά, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
περιτοξεύω: ὑπερτοξεύω, ὑπερβαίνω εἰς τοξείαν, τινὰ Ἀριστοφ. Ἀχ. 712.
Middle Liddell
fut. σω
to overshoot, outshoot, τινά Ar.