συνίσχω
English (LSJ)
= συνέχω, retain, PTeb.746.10 (iii B.C.):—Pass., to be retained or detained, PGrenf.2.14.13 (iii B.C.); to be afficted, νοσήμασιν Pl.Grg. 479a.
German (Pape)
[Seite 1027] (s. ἴσχω), = συνέχω, τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος, Plat. Gorg. 479 a.
French (Bailly abrégé)
c. συνέχω.
Étymologie: σύν, ἴσχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνίσχω [συνέχω] vasthouden; pass.: νοσήμασιν συνισχόμενος door ziektes gekweld Plat. Grg. 479a.
Russian (Dvoretsky)
συνίσχω: досл. держать в тисках, перен. теснить, мучить, терзать (τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος Plat.).
Greek Monolingual
ΜΑ
1. συνέχω
2. (το παθ.) συνίσχομαι
πάσχω, υποφέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἴσχω, άλλος τ. του έχω].
Greek Monotonic
συνίσχω: = συνέχω, Παθ., υποφέρω, πάσχω, καταθλίβομαι, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
συνίσχω: συνέχω· ― Παθητ., συνίσχομαι, συνέχομαι, ὑποφέρω, πάσχω, τοῖς μεγίστοις νοσήμασι συνισχόμενος Πλάτ. Γοργ. 479Α· κοιλιακῷ συνισχόμενοι νοσήματι Νικήτ. Χρον. 7. 116Α.