ἀϊδρείη

Revision as of 16:39, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

Ep. and Ion. ἀϊδρηΐη [ῑη], ἡ, want of knowledge, ignorance, Od. 12.41, Hdt.6.69; also in plural, Od.10.231, 11.272.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ignorance.
Étymologie: ἄϊδρις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀϊδρείη -ης, ἡ, Lesb. ἀϊδρεΐα ἄϊδρις onwetendheid, onnozelheid.

Russian (Dvoretsky)

ἀϊδρείη: ион. ἀϊδρηΐη или ἀϊδρίη ἡ тж. pl. незнание, неведение: ἀϊδρείῃ и ἀϊρείῃσιν Hom., ἀϊδρηΐῃ Her. по неведению; ἀϊδρείῃσι νόοιο Hom., Hes. по безрассудству.

Greek Monotonic

ἀϊδρείη: ή -ίη[ῑη], ἡ, έλλειψη γνώσης, άγνοια, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀϊδρείη: ἢ -ίη, [ῑ], ἡ, ἔλλειψις γνώσεως, ἄγνοια, ἀμαθία, Ὀδ. Μ. 41· ὡσαύτως κατὰ πληθ. Ὀδ. Κ. 231., Λ. 272: - Ἐπ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. 6. 69, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ ἀϊδρηΐη, ἢ κάλλιον ἀϊδρίη.

English (Autenrieth)

ignorance; ἀιδρείῃσι νόοιο, i. e. ‘unwittingly,’ Od. 11.262.

Middle Liddell

[from ἄιδρις]
want of knowledge, ignorance, Od., Hdt.

German (Pape)

ion. ἀϊδρηΐη, ἡ, Unwissenheit, Hom. Od. 12.41 ὅς τις ἀϊδρείῃ πελάσῃ; ἀϊδρείῃσιν ἕποντο 10.231, 257, ἔρεξεν ἀϊδρείῃσι νόοιο 11.272; v.l. οὐδέ τ' ἀϊδρείῃ für οὐδέ τι ἰδρείῃ Il. 7.198; – ῥέζουσιν ἀϊδρείῃσι νόοιο Hes. O. 685; – Her. 6.69.