δεκαγονία
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
ἡ, the tenth generation, Luc. Herm.77.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
la décima generación μηδ' ἂν εἰς δεκαγονίαν ἀναγάγῃς ni si te remontas a la décima generación Luc.Herm.77.
German (Pape)
[Seite 542] ἡ, Fortpflanzung bis ins zehnte Glied, Luc. Hermot. 77.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
dixième génération.
Étymologie: δέκα, γονή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεκαγονία -ας, ἡ [δέκα, γονή] tiende generatie.
Russian (Dvoretsky)
δεκᾰγονία: ἡ десятое поколение Luc.
Greek (Liddell-Scott)
δεκαγονία: ἡ, ἡ δεκάτη γενεά, Λουκ. Ἑρμοτ. 77.
Greek Monolingual
δεκαγονία, η (Α)
η δέκατη γενιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + γονία < -γονος < -γόνος.
Greek Monotonic
δεκαγονία: ἡ (γένος), δέκατη γενεά, σε Λουκ.
Middle Liddell
γένος
the tenth generation, Luc.