βδύλλω
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
English (LSJ)
to be in deadly fear of, τινάς Ar.Lys.354, cf. Eq.224, Luc. Lex.10.
Spanish (DGE)
peerse de miedo ὅ τε πένης βδύλλει λεώς Ar.Eq.224
•c. ac. peerse de miedo ante uno τί βδύλλεθ' ἡμᾶς; Ar.Lys.354.
• Etimología: v. βδέω.
German (Pape)
[Seite 440] = βδέω, übertr., fürchten, Ar. Equ. 224; verschmähen, verachten, Lys. 354; Suid. εὐτελίζειν.
French (Bailly abrégé)
lâcher un vent (de frayeur) ; avoir une peur terrible de, acc..
Étymologie: cf. βδέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βδύλλω, met acc. sidderen voor.
Russian (Dvoretsky)
βδύλλω:
1 осыпать презрительными насмешками (τινά Arph.);
2 робеть, пугаться (τινά Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
βδύλλω: (βδέω), Λατ. oppedere, ἐξευτελίζω, κακῶς, καὶ βαναύσως φέρομαι πρός τινα, τινὰ Ἀριστοφ. Λυσ. 354. 2) φοβοῦμαί τινα, ὁ αὐτ. Ἱππ. 224· πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 10.
Greek Monolingual
βδύλλω (Α)
φοβάμαι παρά πολύ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερος σχηματισμός, παράλληλος τ. του βδέω με επίθημα -ύλλω, που προέρχεται από τα επίθετα σε -υλος].
Greek Monotonic
βδύλλω: Λατ. oppedere,
1. προσβάλλω κάποιον κατάφωρα, χονδροειδώς, εξευτελίζω κάποιον· τινά, σε Αριστοφ.
2. φοβάμαι κάποιον, στον ίδ.
Middle Liddell
[from βδέω
1. Lat. oppedere, to insult grossly, τινά Ar.
2. to be afraid of, Ar.