πασσάμενος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
πάσσασθαι, v. πατέομαι.
French (Bailly abrégé)
part. ao. Moy. poét. de πατέω².
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πασσάμενος ptc. aor. med. van πατέομαι
Russian (Dvoretsky)
πασσάμενος: part. к πατέομαι I.
Greek (Liddell-Scott)
πασσάμενος: πάσσασθαι, ἴδε ἐν λέξ. πατέομαι.
Greek Monotonic
πασσάμενος: Επικ. αντί πᾰσαμένος, μτχ. αορ. αʹ του πατέομαι· πάσσασθαι, απαρ.