Κρόνια
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
ων, τά, v. Κρόνιος.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
Κρόνια: τά (sc. ἱερά)
1 Кронии (празднества в честь Крона в Афинах в 12-й день месяца Ἑκατομβαιών, см. Κρόνιος I, 2 Dem.;
2 римск. праздник Сатурналий Plut.
Greek (Liddell-Scott)
Κρόνια: -ων, τά, ἴδε ἐν λ. Κρόνιος.
Greek Monotonic
Κρόνια: -ων, τά, βλ. Κρόνιος.