αὐότης
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
Att. αὑότης, ητος, ἡ, dryness, Arist.HA518a11.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
desecación οὐχ αὐ. ἐστὶν ἡ πολιότης Arist.HA 518a11.
Russian (Dvoretsky)
αὐότης: атт. αὑότης, ητος ἡ сухость Arst.
Greek (Liddell-Scott)
αὐότης: Ἀττ. αὐότης, ητος, ἡ, ξηρότης, ξηρασία, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 11, 5.
Greek Monolingual
αὐότης και (αττ. τ. αὑότης, η (Α) αύος
ξηρότητα, ξηρασία.
German (Pape)
ητος, die Trockenheit.