διαδραματίζω
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
finish acting a play, M.Ant.3.8, D.L.3.56.
Spanish (DGE)
representar en su totalidad una obra dramática τὸν τραγῳδὸν ... πρὸ τοῦ τελέσαι καὶ διαδραματίσαι ἀπαλλάσσεσθαι M.Ant.3.8, μόνος ὁ χωρὸς διεδραμάτιζεν D.L.3.56.
German (Pape)
[Seite 577] ein Schauspiel zu Ende spielen, M. Anton. 3, 8; u. allgemein, ἐν τῇ τραγωδίᾳ, D. L. 3, 56.
Russian (Dvoretsky)
διαδρᾱμᾰτίζω: играть на сцене, представлять (ἐν τῇ τραγῳδίᾳ Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
διαδρᾱμᾰτίζω: παριστῶ δρᾶμά τι μέχρι τέλους, Μ. Ἀντων. 3. 8, Διογ. Λ. 3. 56.
Greek Monolingual
(Α διαδραματίζω)
νεοελλ.
1. μετέχω σε κάποια δράση ως πρόσωπο δράματος
2. μετέχω σε δράση ή διαδικασίες, ασκώ επιρροή σε εξελίξεις
3. διαδραματίζομαι
εξελίσσομαι, γίνομαι, συμβαίνω (κατά δραματικό τρόπο)
αρχ.
παριστάνω δράμα μέχρι τέλους.