irresistible
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English > Greek (Woodhouse)
adj.
Ar. and P. ἄμαχος (Plat.), P. δυσπολέμητος, ἀνυπόστατος, P. and V. δύσμαχος, V. ἀδήριτος, ἀπρόσμαχος, δυσπάλαιστος. Not to be avoided: P. and V. ἄφυκτος. Impossible to deal with: P. and V. ἄπορος, ἀμήχανος (rare P.).
Spanish > Greek
ἀδήριτος, ἀνανταγώνιστος, ἀπρόσοιστος, δυσκαρτέρητος, ἀκατάπαυστος, ἄσχετος, ἀπαραίτητος, ἄμαχος, ἀνύποιστος, ἀπροσάντητος, ἀκατακράτητος, δυσυπόστατος, ἀμάχετος, ἀπροσμάχητος, ἀπρόσμαχος, δυσπαλής, ἀμάχητος, ἀνυπόστατος, δεινός, ἀβιαστικός, ἄαπτος, ἀμαιμάκετος