καταβάτης

From LSJ
Revision as of 11:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβᾰτης Medium diacritics: καταβάτης Low diacritics: καταβάτης Capitals: ΚΑΤΑΒΑΤΗΣ
Transliteration A: katabátēs Transliteration B: katabatēs Transliteration C: katavatis Beta Code: kataba/ths

English (LSJ)

καταβάτου, ὁ, one who dismounts and fights on foot, Pl.Criti.119b.

German (Pape)

[Seite 1339] ὁ, ein Wagenkämpfer, der auch absteigt u. zu Fuße kämpft, Plat. Critia. 119 b; Hesych. erkl. ἀπὸ τοῦ ἅρματος ἀποβάτης. S. auch καταιβάτης.

Russian (Dvoretsky)

καταβάτης: ου о катабат (боец, передвигающийся на колеснице, но иногда участвующий и в пешем бою) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

καταβάτης: βᾰ, ου, ὁ, ὁ καταβαίνων ἀπὸ τοῦ ἵππου καὶ μαχόμενος πεζῇ, Πλάτ. Κριτίας 119Β.

Greek Monolingual

καταβάτης, ὁ (Α) καταβαίνω
1. αυτός που κατεβαίνει από το άλογο ή την άμαξα και μάχεται πεζός («καταβάτην τε σμικράσπιδα», Πλάτ.)
2. ως επίθ. ο κατερχόμενος απότομα, ο κατηφορικός («τὸν καταβάτην ᾅδην διαβάς», Γρηγ. Ναζ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταβάτης -ου, ὁ [καταβαίνω] wagenstrijder (‘afstapper’, die afstijgt om te voet te vechten).